της Αλεξίας Καραμίνη,
Οι αναφορές σχετικά με την επίπτωση της ΔΕΠΥ στις Ηνωμένες Πολιτείες ποικίλουν από το 2% μέχρι του 20% στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Ένα συντηρητικό ποσοστό είναι περίπου 3% με 7% των παιδιών στο δημοτικό πριν την εφηβεία. Στη Μεγάλη Βρετανία αναφέρεται χαμηλότερη επίπτωση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, μικρότερη του 1%. Η ΔΕΠΥ είναι περισσότερο κυρίαρχη στα αγόρια έναντι των κοριτσιών, με την αναλογία μεταξύ τους να κυμαίνεται από 2 προς 1 μέχρι και στο 9 προς 1. Οι πρώτου βαθμού βιολογικοί συγγενείς, όπως για παράδειγμα αδέλφια παιδιών με ΔΕΠΥ, βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν αυτή τη διαταραχή, καθώς και άλλες διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων των διασπαστικών διαταραχών της συμπεριφοράς, των αγχωδών διαταραχών και των καταθλιπτικών διαταραχών. Τα αδέλφια των παιδιών με ΔΕΠΥ διατρέχουν επίσης υψηλότερο κίνδυνο έναντι του γενικού πληθυσμού να εμφανίσουν μαθησιακές διαταραχές και σχολικές δυσκολίες. Οι γονείς των παιδιών με ΔΕΠΥ εμφανίζουν υψηλότερη επίπτωση υπερκινητικότητας, κοινωνικοπάθειας και διαταραχών λόγω χρήσης αλκοόλ. Έρευνες σε δίδυμα ή υιοθετημένα παιδιά δείχνουν ότι υπάρχει κληρονομική επιβάρυνση. Οι έρευνες διδύμων βρίσκουν την κληρονομικότητα σε υψηλά επίπεδα που φτάνουν το 80%. Οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι έχουν μεγαλύτερη συμφωνία στα επίπεδα κινητικότητας από ό,τι οι διζυγωτικοί, και οι βιολογικοί γονείς παιδιών με υπερκινητική διαταραχή αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα στα παιδικά τους χρόνια.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα παρορμητικά μη ανεσταλμένα και
υπερκινητικά παιδιά ομαδοποιούνταν υπό την ονομασία υπερκινητικό σύνδρομο. Στη
δεκαετία του 1960, ένα σύνολο παιδιών με ανεπαρκή συντονισμό των κινήσεων,
μαθησιακές δυσκολίες και συναισθηματική αστάθεια, αλλά χωρίς ειδική νευρολογική
βλάβη, περιγράφονταν ως έχοντα ελάχιστη εγκεφαλική βλάβη. Από τότε έχουν
προταθεί άλλες υποθέσεις 5 προκειμένου να εξηγηθεί η προέλευσή της διαταραχής,
όπως μία γενετικά θεμελιωμένη κατάσταση που περιλαμβάνει ανώμαλη διέγερση και
ελλιπή ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων. Ο ρόλος των γενετικών παραγόντων
μπορεί να είναι επίσης σημαντικός στην ανάπτυξη της διαταραχής. Αυτή η θεωρία
αρχικά υποστηρίχθηκε από την παρατήρηση ότι οι διεγερτικοί φαρμακευτικοί παράγοντες
βοηθούν στο να προκαλέσουν διατήρηση της προσοχής και βελτίωση της ικανότητας
αυτών των παιδιών να εστιάσουν σε μία δεδομένη εργασία.
Πού
οφείλεται η ΔΕΠΥ;
Οι αιτιολογικοί παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για τη
ΔΕΠΥ είναι πολλοί, ωστόσο η διαταραχή αποδίδεται κυρίως σε γεννητικά,
κληρονομικά και νευρολογικά αίτια, ενώ έρευνες υποστηρίζουν ότι οι
ψυχοκοινωνικοί παράγοντες ευθύνονται περισσότερο για την πορεία εξέλιξης των
δυσκολιών των παιδιών που εμφανίζουν τη διαταραχή. Έτσι, πιθανοί παράγοντες
κινδύνου περιλαμβάνουν βιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, με τις
νεότερες έρευνες να δίνουν έμφαση στις αλληλεπιδράσεις και τις 6 συσχετίσεις
μεταξύ κληρονομούμενων και μη παραγόντων που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης
της διαταραχής. Η ομοφωνία ότι η αιτιολογία της ΔΕΠΥ περιλαμβάνει συνθέτες
αλληλεπιδράσεις νευροανατομικών και νευροχημικών συστημάτων στηρίζεται σε
γενετικές μελέτες διδύμων και ανάδοχων οικογενειών, σε γονιδιακές μελέτες της
μεταφοράς της ντοπαμίνης, σε νευροαπεικονιστικές μελέτες και σε
νευροδιαβιβαστικά δεδομένα. Τα περισσότερα παιδιά με ΔΕΠΥ δεν εμφανίζουν
στοιχεία μείζονος δομικής βλάβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Αντίστροφα, τα
περισσότερα από τα παιδιά με γνωστές νευρολογικές διαταραχές που οφείλονται σε
εγκεφαλικές βλάβες δεν παρουσιάζουν ελλείμματα προσοχής και υπερκινητικότητα.
Αλεξία Καραμίνη, οδοντίατρος, εξειδικευμένη στην Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία